- πανηγυρίζει
- πανηγυρίζωcelebratepres ind mp 2nd sgπανηγυρίζωcelebratepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαδήλωση — η 1. η εξωτερίκευση ή εκδήλωση φρονημάτων ή συναισθημάτων 2. παρέλαση στους δρόμους πλήθους που πανηγυρίζει ή διαμαρτύρεται για κάποιο γεγονός 3. πανηγυρική υποδοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Γεώργ. Ρουσιάδη] … Dictionary of Greek
πανδήμιος — και δωρ. τ. πανδάμιος, ον, Α [πάνδημος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό, κοινός, δημόσιος 2. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού, παλλαϊκός 3. φρ. α) «πανδήμιος πόλις» η πόλη με όλους τους κατοίκους της β)… … Dictionary of Greek
πανηγυρισμός — ο, ΝΑ [πανηγυρίζω] πανηγυρικός εορτασμός, το να πανηγυρίζει κανείς κάτι ή το να πανηγυρίζεται κάτι αρχ. επίδειξη («καὶ ταῑς πράξεσιν ἀπηλλαγμένης πανηγυρισμοῡ καὶ δοξοκοπίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… … Dictionary of Greek
πανηγυρίζω — ισα 1. αμτβ., γιορτάζω, παίρνω μέρος στον πανηγυρισμό: Πανηγυρίζει το χωριό σήμερα. 2. μτβ., εκδηλώνω τη χαρά μου για κάτι: Οι οπαδοί του κόμματος πανηγυρίζουν την εκλογική τους νίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανηγυριστής — ο θηλ. πανηγυρίστρια αυτός που παίρνει μέρος στον εορτασμό, που πανηγυρίζει, ο πανηγυριώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)